- φαρυγγοτομία
- η(ιατρ.), η διάνοιξη του φάρυγγα εξωτερικά με εγχείρηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρυγγοτομίᾳ — φαρυγγοτομίᾱͅ , φαρυγγοτομία laryngotomy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρυγγοτομία — η, Ν ιατρ. διάνοιξη τού φάρυγγα με εγχείρηση, ύστερα από διατομή τών μαλακών μορίων τού λαιμού για την αφαίρεση μεγάλων όγκων τής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngotomie < φάρυγξ, υγγος + τομία (< τόμος < τόμος <… … Dictionary of Greek